οικογενής

οικογενής
-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι τού κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῑς ἡλικίαις... ἐλευθεροῡν», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῑς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκογενής — born in the house masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενῆ — οἰκογενής born in the house neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰκογενής born in the house masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οἰκογενής born in the house masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενεῖ — οἰκογενής born in the house masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) οἰκογενής born in the house masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενεῖς — οἰκογενής born in the house masc/fem acc pl οἰκογενής born in the house masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενές — οἰκογενής born in the house masc/fem voc sg οἰκογενής born in the house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενοῦς — οἰκογενής born in the house masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενέσι — οἰκογενής born in the house masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενέσιν — οἰκογενής born in the house masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκογενῶν — οἰκογενής born in the house masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”